18. «Οι ρίμες του Χαλάκου» (Οι μπόμπες τσης Ανάστασης) – 29.4.24

Εφέτι τ’αποφάσισα, πανάθεμα τη νώρα,

Πάσχα να κάνω στο χωργιό, και Λάζαρη στη Χώρα.

Ήτανε γλέπεις τα παιδγιά φερμένα απ’την Αθήνα,

και θέλαν το μπαπού ντωνε τα έρημα κι εκείνα.

Ως φαίνεται είναι μικρό το σπίτι του Χαλάκου,

καπνίζει κι ο φουγλάρος ντου, λέει, σάντου Μπαρναμπάκου.

Με πήρανε μαζί ντωνε Ανάσταση να κάνω,

μα απτή μπολλή τρομάρα μου κόντεψα ναποθάνω.

Σα βγήκε όξω ο παπάς για το Χριστός Ανέστη,

έζβησε το καντήλι μου, σκόλασε το τζιαφέτι.

Αρχίσαν οι θεόλωλοι μπόμπες και δυναμίτη,

κι εθάρρου πως στο Κάτεργο βγάζανε πηρουνίτη.

Βρήκα κι εγώ μια απανεμιά και μπαίνω από κάτω,

όσπου να ξετελέψουνε, να λήξει το κακάτο.

Κουκουβιδγιάσαμε κειδά, με το Μπαρμπαντωνάκη,

άλλη καήλα είχ’ αυτός, του σπάσαν το στερνάκι.

Κρίμας τα κεφαλόποδα, που δε μπαέναν κάτω,

μα δε βαργιέσαι, κένωσε, βαθύ νάναι το πχιάτο.

Έφαγε κι ο αξάδερφος, πού’λεγε κάθε τόσο:

«έσπασε το στερνάκι μου και πώς να το μπαλώσω;»

Σχολιάστε